- ἀπρόληπτος
- ἀπρόληπτοςunanticipatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απρόληπτος — η, ο (Α ἀπρόληπτος, ον) αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί αρχ. απροσδόκητος … Dictionary of Greek
ἀπρόληπτον — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem acc sg ἀπρόληπτος unanticipated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρολήπτους — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρολήπτῳ — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόληπτοι — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)